- εψητήρ
- ἑψητήρ, ὁ (Α) [ἕψω]σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, ψηστήρας, χύτρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑψητῆρας — ἑψητήρ dish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρισαίος — α και Λαρισινός, ή, ό (AM Λαρισαῑος, αία, ον, Α και Λαρίσιος, ία, ον και Λαρισηνός, ή, όν, ιων. τ. Ληρισαῑος, αία, ον) [Λάρισα] αυτός που κατάγεται από τη Λάρισα ή ο κάτοικος τής Λάρισας αρχ. φρ. «Λαρισαῑος ἑψητήρ» είδος χύτρας που κατασκευαζόταν … Dictionary of Greek
οψητήρ — ὀψητήρ, ῆρος, ὁ (Α) πιθ. αγγείο για το βράσιμο τών φαγητών, χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ἑψητήρ < ἕψω*] … Dictionary of Greek